«ΑΤΤΙΚΗ» (Μικρό αφήγημα ιστορικής φαντασίας)

Standard
imagesCAHZTNW8 
Η Αττική,
 έτσι όπως τόπε ο ποιητής(*), ένα¨νταμάρι¨ είναι πράγματι¨φαιό¨, ένας πετρότοπος!!!
 
 Είναι¨ λεπτόγαιως¨ ,
θα πει έχει το χώμα φλούδα πανω-πάνω, άπαχο, γάντι που πέρασε στο χέρι του ο βράχος.!
Κι’ αυτό ακόμα, τραβώντας για το Λαύριο μαυρίζει, φαρμακώνεται, γιομίζει από χολέs του Ήφαιστου, που ως φαίνεται έχει κατακεί λημέρια.
 
Στεγνός, στριφνότοπος, δύσκολος για ανθρώπους και θεριά,
δύσκολος και για τα δεντριά, που απλώνουνε το ρίζωμα του μάκρου και μένουνε ασθενικά, ξερακιανά και λιγοπίθαμα.
 
Κοντόπευκα το πιο πολύ, μυρωδικά, όλο γύρη, που κλαίν’ την τύχη τους με δάκρυα ψυχρά από ρετσίνι…
Κι’ ακόμα, αγριοπούρναρα, γκορτσιές, τζίτζιφα, χαρουπιές,
(ευλογημένες τούτες για το φτωχό οι μάνες, πόσους και πόσους δεν γλυτώσανε απ’την πείνα…),
σπάρτα κι’ αμπέλια που διψούν, δάφνες, κεδροκυπάρισσα, καμιά ροδιά , καμιά συκιά στα φρέατα σιμά και σμάρια ελίτσες…
Το ρέστο φρύγανο και αγριάγκαθο, ριγανοθύμαρο μεθυστικό και λασμαρί.
 
Άπονο  μέρος για να να ζεις, μα όχι να πεις ανέλπιδο
Δεν  σε αφήνουνε να απελπιστείς, η ζέστα που βγάνει η πέτρα και το φως κι’ η αύρα η θαλασσινή που τρίβεται σαν το γατί στα μοσκοθάμνια.
Ξυπνάς σε φως μέσα,ζεστός, παίρνεις ανάσα κι’ είναι να ξαναπιάνεις τη ζωή απ΄την αρχή, φτύνοντας στις παλάμες…
 
Σ’αυτόν τον τόπο  τον γδυτό δυό μπάστακες στέκουν πάντως, δυό φρουροί,σαν φύλακες αγγέλοι, δυό φουσκωτοί που του κρατάν τις πόρτες:
– Απ’ το βοριά ¨βάγια¨ τονε τυλίγει στοργική, σε μπόλια  πράσινη, το άγιο-βουνό, η Πάρνηθα και τονε κρύβει  απο το μάτι το εχθρικό του επιδρομέα.
– Πιό κάτω πάλι,¨μαντρόσκυλο¨ στα πόδια του κουλουριασμένο, η Σαλαμίνα , ασπίδα πεταμένη στο νερό, κρατάει μακριά του πειρατή και του εχθρού τα πλοία.
Βαστάνε οι δυό αυτοί καλά ; βαστάει γερά κι’ο τόπος, μα αν έρθει εποχή και κακοπάθουνε…αλοίμονο στην Αττική και στην Αθήνα.!(**)
 
Η ζήση πάντως εδώ ζυμώνεται ήσυχα, σαν το κρασί και φερμεντάρει αργα τις σχέσεις των ανθρώπων…
Εδώ δεν πάτησε ο Σπαρτιάτης για να σε κάμει είλωτα, μήτε σε μάζεψε ο Θηβαίος με το ζόρι σε κοινό, γιά να στρογγυλοκάτσει  στο σβερκί σου.
Εδώ από κοινές λογιούνται όλοι πως κατεβαίνουνε μανάδες και είναι αυτόχθονες περηφανεύονται΄  οι πρώτοι παναπεί, μονάχοι τους φυτρώσανε σ’αυτή τη γη, στου Κρόνου τους καιρούς, από τα δόντια τα σπαρμένα  δρακοντόφιδου.!!!
Την πόλη τους την φτιάξαν με συνοικισμό, συμμάζωξη θα πει ανθρώπων με κοινά δεσίματα κι’ έχει πολίτες κι ‘ όχι υποτελείς, ανθρώπους που κοιτάζονται κατάματα και άλλο δεν ξέρουνε για  σκύψιμο από εκείνο της δουλειάς του χωραφιού και της ανάγκης του καθημερινού τους μόχθου.
Ντόπιος σκλάβος σε ντόπιο δεν αρέσει εδωπέρα κανενός και δεν τιμάει ούτε δούλο, μα ούτε αφέντη.
 
Όμως και εδώ, όπως κι’ αλλού τα γένη τα ισχυρά, γρήγορα πήρανε το πάνω χέρι και θεριέψανε.
Βαλθήκανε να καταπιούν τ΄ανήμπορα και με τα χρόνια κοντοσύνοροι αγροί καταπατήθηκαν,σοδειές ολόκληρες αλλάξαν χέρια και περάσανε σε αυτά που δεν τις σπείρανε ποτές και δεν τις αναστήσανε, νόμοι εφευρέθηκαν ανύπαρκτοι και τάχατες δικαιώματα, για να στηρίξουνε την αρπαγή και την απάτη.
 
Κ’όπου δεν μπόραε το σπαθί,ήρθαν οι ανάποδες χρονιές κι’ οι αχαριστίες να γονατίσουν τον φτωχό και απλώθηκε λεκές στη χώρα ο δανεισμός, η λέπρα τούτη του ανθρώπου που του φοράει στο σβερκί ζυγό και  ζεύγλα να του μετράει σαν καματερό το πάσο!!
 
Το λίγο έχος του ιδρώτα των πολλών, πολύ σωρεύτηκε σε χέρια λιγοστών και χαλαστήκαν και ρημάξανε ζωές και ανθρώποι…
 
Άλλοι πήραν των ομματιών τους για όπου είχαν συγγενείς,άλλοι προσπέσαν ζήτουλες σε αυλές στα πλουσιόσπιτα,άλλοι οι πιό πολλοί, βρεθήκανε κολίγοι στα ίδια τα χωράφια τους και κάποιοι που χάσανε μεμιάς γυναίκα και παιδιά και βιός και φρένα, βγήκαν στα διάσελα ληστές,»Προκρούστες» και »Νταβέληδες», να πιάσουν τον περαστικό να πάρουν το αίμα πίσω και πήραν πράγματι καμπόσο ως να τους βρούνε τα σκυλιά και τα περίπολα και κάνει το κεφάλι τους το γύρο των χωριών να φοβηθεί ο επόμενος.
 
Κάστρο ψηλώσανε εφτάπυργο τ’αυθαίρετο κι’ η απονιά και θρόνιασαν το άδικο δεσπότη.
Aλάργεψαν, ανάμνησες θαμπές, οι μέρες του Κρόνου οι χρυσές και έπεσε βαριά σκιά στον τόπο η ολιγαρχία…
 
Αλλά αυτή είναι δεντρί που δεν φτουράει πολύ στην αττική και δεν καρπίζει,γιατί παραείναι λιπαρό και θέλει χώματα παχιά να σκάψει πιο βαθιά και να ριζώσει.
Εδώ στην πέτρα απλώνεται επιπόλαια κι’ανάβαθα και μένει εφήμερο και ευάλωτο στο γύρισμα το απότομο του αέρα.
 
Ο φόβος, που με δαύτον κυβερνά, δεν σταματάει το σαρκασμό και το πικρό το χωρατό και κείνο πάλι εύκολα γυρίζει σε μουρμούρα και η μουρμούρα απλώνεται και γίνεται οργή και αυτή μετά  βοή, τραγούδι και παιάνας που σημαδεύουνε ξεσηκωμό και εξέγερση.!!!
 
  » Λύσιος » (***) κάποτε  ο Βάκχος πήρε το φόβο και έλυσε τα στόματα στους θίασους και στα μπουλούκια ανάμεσα κι’ αρχίνησε ο περίγελος κι’ η σάτυρα που γρήγορα αντιγυρίσανε μετά, τα δυό τους, σε μουρμούρα…
 
Τεντώσανε οι προύχοντες τ’αυτί, στείλαν τους σπιούνους,να δούν τι θέλει ο λαός ,τι μουρμουρίζει και ήρθαν οι σιχαντεροί με την απόκριση πως:
»ΝΟΜΟΥΣ» ζητάει το πόπολο,  νόμους γραπτούς,να ξέρει τι του γένεται και σταθερούς ,για να πορεύεται ,να μην αλλάζουνε κατά το που φυσάει κάθε φορά, του πάσα, το συφέρο, ισχυρού.
 
Νόμους λοιπόν θέλει ο λαος!!! μωρέ για δες, ρέκαξε απ΄τα ψηλά τ’ αρχοντολόι,νόμους ζητάει το πλεμπαριό,
μια.. στράκα όμως θα πάρουνε, αυτό θα πάρουν τα θρασήμια, μια στράκα απ’ το καμτσίκι στον αέρα,, να δεις πως θα λουφάξουν οι ξυπόλητοι…
 
Κ’ έτσι κ’ έγινε,και μιά και δυό φορές και ακόμα κι’ άλλες,
μα ήρθε κάποτε  καιρός μια φαλτσετιά να σκίσει το μαυροσέντονο ετούτο από τα μέσα.
Την κάμα οδήγααν-αίμα του αιμάτου τους παιδιά δικά τους, ή μάλλον αποπαίδια, οι δευτερότοκοι κι’ οι νόθοι των αρχόντων.
 
Ριγμένοι αυτοί στη μοιρασιά αντάμα και στη μοίρα, μπήκαν κεφάλι του λαού και αξιώσανε μαζί του νόμους γραφτούς,στην πέτρα χαραχτούς και σε δημόσια-που να μπορεί δηλαδή να τους τηράει ο πάσα ένας – θέα.
 
Το πράγμα τώρα σοβάρευε αλλιώς,της πλέμπας το θεριό σαν βρει κεφάλια κι’ από μεγάλες μάλιστα γενιές,
δεν είναι πια να το γελάς κι’ είν’ ώρα- στην μπάντα βούρδουλες και καμτσικιές-να αρχίζεις να λουφάζεις…
 
Στο κάτω – κάτω, νόμους δεν θέλει να ιδεί ο λαός;
ας δει τους »νόμους» του  λοιπόν κι΄αφού τους θέλει και γραπτούς ας τους χαράξουμε φαρδιoύς – πλατιούς στην αγορά να τους τηράει καθε φορά, να ξέρει εφεξής ποιός κουμαντάρει.
Και ποιός καλύτερος να τους συντάξει απ’ τον Δράκοντα, τον άρχοντα απ΄την παλιά φιδογενιά,τον όφιφύλακα των ιερών κανόνων! Δικός μας άνθρωπος αυτός, τίποτα που να φοβηθείς, το αρχονταρίκι του -παλιά δρακογενιά- φτάνει ίσαμε τον Κέκροπα κι’ έχει τη θέση και το κύρος να ακουμπήσεις.
 
Του το αναθέσανε χωρίς πολλά, <<το και το να βάλεις τάξη, απόφαση του Αρίσταιχμου(1) κ’είμαστε σύμφωνοι κι’ οι άλλοι θεσμοθέτες, τ’ αφήνουμε στο χέρι σου,νάσαι αυστηρός πολύ και θάχεις στήριξη.>>.
 
Εκείνος όμως τάκουσε  βαριά καρδιά, τον πάταγε βλέπεις στο στήθος η ευθύνη.
Τούτοι εδώ, σκέφτηκε, με θέλουνε για ανάχωμα και ψάχνουνε για πιόνι. Αν πάει καλά… οι νόμοι μας ήταν καλοί και μέλι-γάλα, δεν πάει καλά;το φταίξιμο στο Δράκοντα και ρίχτε τον στα σκυλιά της Ιστορίας.
Ο Αρίσταιχμος;; !! τι λες εκεί, σιγά τον αγιογδύτη, εμένα όμως η γενιά μου είναι παλιά,όσο παλιά είναι η μνήμη της γης της«Ακτικής» (2) και της Αθήνας και δε σηκώνει σπίλωση.
 
Των νόμων φύλακας!!!Μάλιστα,ναι! Τώρα το θυμηθήκανε αυτό, πούχουνε κάνει τους παλιούς κανόνες σαν τα μούτρα τους ! Σκοτώνουνε τον κόσμο για το τίποτα, για να του πάρουνε το βιός. Πείναγες και άρπαξες κάτι για να φας;;  σου στρίβουν το λαρύγγι σαν ορνίθι κι’ ότι δικό σου στο κονφίσκο(3) για την πάρτυ τους… Και τίποτα να μην τους κάνεις, έτσι και βάλουνε στο μάτι το χωράφι σου, σε πάνε γιά «οκνηρία» , γιατί λέει καθόσουνα, όπερ το τίμημα είναι πάλι θάνατος και ώρα καλή σε σένανε και καλό τσιμπούσι με τη γη σου στα καλόπαιδα!!!
Κόβουνε κομματάκια τον φτωχόκοσμο και τον ταϊζουνε σε κείνες τις Άρπυιες του Άρειου Πάγου
 
Πάλι, απ’ την άλλη,να αρνηθείς;Μα ούτε λόγος. Αυτοί δεν τόχουνε σε τίποτα να πουν πως πέρασες αντίπερα και πας με τους αντάρτες!!!Το πράγμα θέλει σύνεση πολλή και χειρισμό.Νόμους ζητήσαν κι’ οι επιζεφύριοι απ’ το Ζάλευκο, τον ντύσανε όμως Τύραννο και του περάσαν εξουσίες, όχι προχώρα εσύ και θάχεις στήριξη!! Έννοια σας και την ξέρω εγώ καλά την στηριξή σας!!!
 
Τόφερε ο Δράκων από δω και από κει, το γύρισε απ’ τη μέσα κι’ απ’ την έξω κι’ ‘εβγαλε πόρισμα και απόφαση να κάνει σύναξη αρχόντων και λαού στην αγορά.
 
Ο ίδιος έφτασε εκεί σ’ άρμα βαρύ που το τραβάγανε αλόγατα, λες κ’ήτανε ατός του Τύραννος ή Βασιλιάς, μα πάνω που πήγε να αρχίσει  η μουρμούρα ξεπέζεψε και αμέσως γίνηκε σιωπή
Τούτος εδώ που πήδηξε απ’ τ’ άρμα δεν ήτανε ο Δράκων που όλοι ξέρανε και βλέπανε την πάσα ημέρα…Θεριό ανθρωπόμορφο χιμαιρικό θαρρείς κατέβηκε απ’ τ’αμάξι, μισό λες άνθρωπος-μισό πες σερπετό και γυαλοκόπαγε το ντύμα του στον ήλιο…
Φόραγε θώρακα φολιδωτό, όλο λέπι, που σειόταν και στραφτάλιζε στην κάθε κινησή του, χαλκόδετη κεφαλέα ιερατικιά, με στορισμένα πάνου ερπετικά, που άφηνε τους σγουρούς βοστρύχους του πλοκάμια να σαλεύουν ζωντανά,κρατούσε στο ζερβί του σκουτάρι πυργωτό, σαν που δεν βρίσκεις πιά, μ’ ασημοστάλαχτο απάνω στο χαλκό Κέκροπα με την ουρά του τυλιχτή,ραβδί και κλαδοστέφανο και στο δεξί ύψωνε στυλιάρι από λιόξυλο  μακρύ όλο ντυμένο μάλαμα που τέλειωνε σε φίδια αντικρυστά κι’ είχε τυλίξει απ’ τον ώμο ως τον καρπό παμπάλαιο πουκάμισο φιδιού τερατικού, που είχε βρεί και φύλαγε η γενιά του από παλιά με περηφάνια και που  για ρίξιμο λογιόταν του Εριχθόνιου.
 
«Ακταίοι»,(4) άπλωσε φωνή…»φύτρα της γης του Κέκροπα, δανείστε αυτί στο λόγο»:
 
«Πολλά, αλογάριαστα πολλά, η λαμπρόφωτη ζωγράφισε της νύχτας η Θεά γυρίσματα, στ’ ασήμι το τρεμόφεγγο  ανάμεσα των άστρων, από τότε που η δική μου η γενιά, με της «Αλόχευτης»(5) τη Χάρη και με τη δύναμη πούχουν οι στάλες της Γοργώς,(6) τους ιερούς κρατούσε  αναμετάξυ στις φυλές κανόνες… Από τα τότες δεν περίσσεψε όπως ξέρετε το Σέβας και φτάσαμε σήμερα «εδώ»που φτάσαμε!!!
Τώρα θ’ακούσατε μας θυμηθήκανε ξανά οι αρχόντοι ελόγου μου και τη γενιά μου και μου αναθέσανε –τιμή μεγάλη-τους Νόμους να χαράξω που ζητήσατε.
Και βέβαια όπου η πόλη το καλεί εγώ θα στέρξω,όμως δυό πράγματα μονάχα απ’ την αρχή κρυστάλλινα όπως το νερό  απ’ τις βουνίσιες τις πηγές θα πρέπει νάναι»:
 
-» Ένα και βάλτε το στο νου καλά, τούτους τους νόμους, δεν μου τους υπαγόρεψε στ΄αυτί η Πολύμητις,(7) μήτε και τους προστάζει η Περίφρων(8) της πόλης μας Θεά, ούτε και βέβαια τους γέννησα ατός μου,αλλά οι νόμοι οι δικοί σας είναι Ακτικοί,όπως εσείς τους έχετε θελήσει και όπως ως τα σήμερα κρατήσατε!!! Εγώ μονάχα θα σας τους κάνω ορατούς, για να μπορεί ο καθένας να κατέχει που το σωστό και που το παραστράτημα και τι τον περιμένει, όταν γνωρίζοντας το πως και τι,τον νόμο παραβαίνει…
– Δύο (κι’ ας έχω στο πλευρό μου Άνακες(9) τους δυό Διόσκουρους, γιά να ακουστεί καλά το δεύτερο αυτό απ’ τους αρχόντους),το χέρι δεν μ’ αφήνουν η Βλοσυρώπις(10) κι’ οι Σεμνές στην πέτρα να χαράξω έναν από τους νόμους σας :Kείνον εκεί που τ’ άβουλο ορίζει φονικό…»
 
Εδώ τον κόψανε πρώτη φορά κραυγές, όρθιοι διαμαρτύρονταν στην πέτρα Αρεοπαγίτες και κάναν δεύτερη φωνή oi κλακαδόροι…
» Ντροπή» ,»Ντροπή», «μη βλαστημάς»,»οι Σεμνές του Άρειου Πάγου προεδρεύουνε», «οι νόμοι δεν αλλάζουνε γιατί το θες εσύ»…
 
«Κείνον που τ’ άβουλο ορίζει φονικό…» – συνέχισε ατάραχος σαν να μην άκουσε ούτε παρόλα ο Δράκων-  «…όμοια να δικάζεται στον Άρειο Πάγο με το δολερό και μάλιστα ίδιο να σέρνει κολασμό και δήμευση.!!! Σε τέτοιο ξόφθαλμο άδικο δε στέργουν οι θεοί και μα τον Εριχθόνιο, εγώ δεν θα φορτώσω  στη γενιά μου τη δίκαιη χολή τους και τη μάνητα.
Και μην ταράζεστε άδικα τόσο πολύ, σεβάσμιοι δικαστές κι’ αταίριαστα  στ΄αξίωμα και στη θέση σας σαν τους ψαράδες ξεφωνίζετε,γιατί ενώ είναι πράγματι άπρεπο ο θνητός των όντων των υπέρτατων και αθάνατων τις προσταγές να αγγίζει, δεν παναπεί πως οι νόμοι των ανθρώπων δεν αλλάζουνε όταν προσβάλουνε στην άγνοιά τους τους θεούς…
Και σεις που τις Αρές ταχτήκατε να θεραπεύετε Ερινύες, εκείνες που δεχτήκανε με της Ανύμφευτης Θεάς τη φώτιση το γδικιωμό του Ορέστη να ξαλλάξουνε σε δίκιο και με λαμπάδες και τιμές Σεμνές ονόμασε και θρόνιασε κυράδες ολαός στο βράχο τώρα που  δικάζετε,εσείς λέω σεβαστοί, με τ’ άβουλο κι’ ασήμαντο από αμέλεια φονικό δουλειά δεν θάχετε και μόνο γιά τον δολερό και από μελέτη φόνο στα πόδια της Ιχναίας(11) θα προσπέφτετε για απόφαση και είθε η Θέμιδα η Πανδερκής (12)να σας φωτίζει… Και γιά το πρώτο το μικρότερο από αμέλεια κακό, πενηνταένα λαϊκούς θα ορίσω εφέτες, πενήντα αναμεσό σας Αττικοί κι’ ένανε τον ίδιο που δικάζεται, ξεπίτηδες ώστε το ισόψηφο αθώωση να φέρνει.Έτσι οι σπουδαίοι τα σπουδαία θα δικάζουνε και οι ταπεινοί τα ταπεινά.
Αυτά αν δεν γίνουνε δεκτά,προτείνω τον εδώ παρόντα Αρίσταιχμο, που φέτος τον τιμούμε Επώνυμο,(την αξία του καλά όλοι νομίζω ξέρουμε),το έργο να αναλάβει και εγώ με προθυμία αποσύρομαι στη Μεσογαία πούχω κτήματα,κοτσύφους να θηρεύω και να τρυγώ βατόμουρα και με τα έργα της αμπέλου να παιδεύομαι που αρέσουνε στον Βρώμιο…
Αν πάλι συμφωνήσετε αυτά θα πράξω κι’ άμποτε νάχω παραστάτες τους θεούς και να σταθεί μαζί μου επιεικής όταν θα έρθει να με κρίνει η Ιστορία.»
 
Και πράγματι ήρθε κάποτε η Ιστορία στα σκονισμένα πάνω βαδίζοντας ποδήματα του Πλούταρχου… Σκόνταψε σχεδόν στις χαραγμένες πέτρες έτσι ίσα που εξέχανε λιγάκι από το χώμα κι’ ως έσκυψε ο ακούραστος περιηγητής τη σκόνη να μεριάσει γιά να δεί,τραβήχτηκε σαν να τον δάγκασε οχιά…
 
«Ποιό τέρας είπε, ποιό θεριό να έγραψε ποτέ τέτοιες σκληράδες; Αυτές οι πλάκες στάζουνε αίμα ανθρωπινό και από τέτοιο φαίνονται γραμμένες παρά από φούμο και νερό που κάνουν μέλανα οι γραφιάδες…»(13)
 
Αδιάφορος πιά τ’άκουσε στ’ «ανήλιαγο» του νομοθέτη ο ίσκιος, μα ο σοφός μελετητής δεν έλεε να ησυχάσει κι’ όλο ρωτούσε τρίγυρα τους ντόπιους τη φύση ν’ανιχνεύσει του θεριού που τέτοια απανθρωπιά είχαν οι νόμοι του.
 
Κάποτε τ’ απαντήσανε: «Πούθ’ είσαι ξένε,που κρατάς;» Ο Πλούταρχος τους είπε και κείνοι αργοκουνήσανε θιγμένα το κεφάλι…
 
» Άκουσε τότε Βοιωτέ, κείνον που γιά τέρας πέρασες, εδώ ο λαός της Αττικής σαν άντρα τον τιμάει γιατί ήταν άνθρωπος ευτύς κι’ ο πρώτος πούδειξε οι νόμοι πως  μπορούνε και να αλλάξουνε και αυτοί οι πρώτοι ματοστάλαχτοι θεσμοί είναι, σαν γραφτήκαν, που φέρανε τη Σεισάχθεια μετά,της Σαλαμίνας τον ανακτητή και τη Δημοκρατία…»
 
 
 
 
Υ.Γ:
Το πιό πάνω κείμενο δεν διεκδικεί βέβαια δάφνες ιστορικής εγκυρότητας, μιάς και μήτε είμαι ιστορικός μήτε γυρεύω να τον παραστήσω.
Αποκειβάθος όμως,  απ’τ’ αχνόθαμπα πρωτοφεγγίσματα της Ιστορίας, οι πληροφορίες που μας φτάνουνε είναι τόσο λιγοστές,ώστε ετούτη η φανταστική σκοπιά που παρασταίνω τα συμβάντα ,την ίδια ακριβώς να έχει αναπόδεικτη αξία,με την όποια άλλη και του πιό λειράτου ακόμα προφεσόρου….
 
 
 Παρ.
 
(*) Ο Άλκης Αλκαίος που έφυγε πρόσφατα από κοντά μας,μία από τις σημαντικότερες κατά τη γνώμη μου και πάντως σίγουρα η σεμνότερη απ’ τις μορφές της σύγχρονης νεοελληνικής ποιητικής δημιουργίας.
 
(**) Τούτη την εποχή αλοίμονο,μοιάζει να βλέπω τώρα κοιττάζοντας τα αποκαϊδια του καημένου του βουνού και την πληγωμένη απ’ τα ατελείωτα χαβουζοέργα της Ψυττάλειας νήσο.
 
(***)  Λύσιος : λατρευτικό επίθετο του Βάκχου-Διονύσου.
 
(1) Ο Αρίσταιχμος αναφέρεται σε επιγραφή ως Επώνυμος την εποχή του Δράκοντα.
 
(2) Ακτή ή Ακτική η πρώτη ονομασία της Αττικής.
 
(3) Κονφίσκο: δάνειο απ’ την ιταλική=η δήμευση-κατάσχεση
 
(4) Ποιητική αδεία από το όνομα του Ακταίου πρωτοβασιλιά της Αττικής.
 
(5) Αλόχευτη: λατρευτικό επίθετο της Αθηνάς=(που δεν γνωρισε λοχεία).
 
(6) Οι στάλες από το αίμα της Γοργώς που έσταξε η Αθηνά στα μάτια του Εριχθόνιου και που του δώσανε τις φοβερές δυνάμεις.
 
(7) Μήτις: η Πολύτροπη Νόηση, η παναρχέγονη γενεσιουργός Αρχή που κατάπιε ο Δίας ενώ κυοφορούσε την Αθηνά
 
(8) Περίφρων:λατρευτικό επίθετο της Αθηνάς.
 
(9) Άνακες=φύλακες.
 
(10) Βλοσυρώπις:λατρ.επιθ. της Αθηνάς.
 
(11) Ιχναία= η ιχνηλάτης λατρ.επιθ. της Θέμιδας 
 
(12) Πανδερκής:λατρ.επιθ.της Θέμιδας
 
(13) Φράση που στην πραγματικότητα αποδίδεται στον Δημάδη
 
 
 
 

Ένα σχόλιο »

  1. Η Μήτις θα ταβαζε μαζί μου αν δεν περίμενα εύλογος χρόνος να περάσει , ειρωνικά θα κοίταζε και χωρίς τέλος θα γελούσε που στον δικό μου τοκετό κανείς και τίποτε δεν κυοφορούσε !

Σχολιάστε